Costas Gianacacos
In Gefangenschaft
Sanft und süß schläft meine Hand ein
Die Finger gehorchen mir nicht mehr
Auf dem Tische hingelegt mein Bleistift.
Geöffnet das Fenster, Licht strömt herein.
Ein Atemhauch reicht aus, dass die Wand gegenüber
Auseinanderreißt wie damals das Rote Meer
Ein breiter Korridor. Ich renne durch, ich gehe.
Ich besuche Orte an die ich mich nicht mehr erinnere
Als wären sie eine bestellte Todesklage, denn hier
Geschieht ähnliches – jedoch nicht auf ganzer Breite.
So bin ich gegangen. Ohne Getrommel und Fanfaren
Ohne Abschied und durchtränte Tücher am Bahnhof .
Unbeschreiblich und unbeschriftet die Wege die ich nahm
Die Kathedralen der Zuflucht beim großen Regensturm.
Unbeschreiblich die Orte die ich besuchte
Gebirge das ich durchwanderte
Schatten die mich schützten und umarmten.
Tief in meiner Erinnerung muss ich nun graben
Um zu orten wo ich war und wie.
So vergingen die Tage die Stunden
Gestützt am Glastisch verging meine Zeit
Als stiege ich ins Nirgendwo hinauf
Als übte ich meinen Körper im Nichts.
Für nichts war ich mehr sicher. Und als ich zurückkehrte
Sekunden oder Monate sogar Jahre später
Fand ich auf dem Tisch gestellt frisch duftenden Café
Die Vase voller Tulpen rot gelb lila weiße
Umrangt mit Blättern wie schützende Messer.
Und am Fensterbrett einen Topf mit Lorbeer.
Ein kleiner Lorbeerstrauch lebendig doch verurteilt
Ein Winzling zu bleiben gefangen im kleinen Topf am Fenster.
Ich möchte ihm mein Bedauern zeigen.
Er hat keine Lust auf Zierereien
Und bittet stumm dass ich respektiere
Den ewig ungebrochenen Partisanenduft
Seines Versprechens. Wie Recht du hast, flüstere ich ihm zu.
Das Versprechen erwartet uns am Ende jeder Reise.
Das Versprechen der Rückkehr...
Κώστας Γιαννακάκος
Η αιχμάλωτη δάφνη
Άρχισε να γλυκομουδιάζει το χέρι
Χωρίς υπακοή τα δάχτυλα
Το μολύβι στο τραπέζι ξαπλωμένο.
Ανοιχτό παράθυρο. Φως.
Με μιά ανάσα τρύπησε ο τοίχος απέναντι
Όπως τότε στην Ερυθρά Θάλασσα άνοιξε διάδρομος
Πέρασα. Έφυγα. Ένας περίπατος σε μέρη που δεν θυμάμαι
Στα μνημόσυνα συμβαίνει το ίδιο
Ο θρήνος εκεί είναι συνήθως
Στητός – όχι όμως σε όλο το φάσμα του.
Έτσι έφυγα. Χωρίς ανακοινώσεις
Χωρίς μαντήλια σταθμούς δάκρυα.
Απερίγραπτα τα μέρη που περπάτησα
Οι καθεδρικοί που με γλύτωσαν απ΄ την μεγάλη νεροποντή.
Απερίγραπτα τα μέρη που περπάτησα
Οι οροσειρές που διέσχισα
Οι σκιές που χύθηκα στην αγκαλιά τους.
Πρέπει να ψάξω βαθιά στη μετα-μνήμη
Κι αν βρώ που πήγα και γιατί...
Έτσι πέρασαν ώρες και μέρες
Ακουμπισμένος στο γυάλινο τραπέζι
Έτσι πέρασαν τα χρόνια αναχωρητής στο πουθενά
Σαν αθλητής του τίποτα.
Για τίποτα δεν είμαι σίγουρος. Στην επιστροφή μου
Δευτερόλεπτα ή και μήνες χρόνια αργότερα
Βρήκα στο τραπέζι να περιμένει
Ένας μυρωδάτος καφές φρεσκοψημένος
Μια ανθοδέσμη με τουλίπες της εποχής
Κόκκινες κίτρινες μώβ λευκές
Με φύλλα πράσινα μαχαίρια να τις προστατεύουν.
Και στο περβάζι μια γλάστρα με δάφνη.
Μια δάφνη ζωντανή καταδικασμένη να μείνει λιλιπούτεια
Αιχμάλωτη στην μικρή γλάστρα στο περβάζι.
Θέλω να της δείξω πόσο την λυπάμαι.
Δεν έχει όρεξη για σκέρτσα
Και σιωπηλά ζητάει να σεβαστώ
Το αιώνιο το αντάρτικο άρωμά της
Τις υποσχέσεις. Της ψιθυρίζω πως έχει δίκηο.
Η υπόσχεση περιμένει στο τέλος κάθε ταξιδιού.
Η υπόσχεση της επιστροφής...
Μόναχο, 15. 3. 06
Αθλητής του τίποτα είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Γιάννη Κοντού.